- πόμπε(υ)μα
- το , πόμπευση [-ις (-εως)] η обесчёщивание, опозоривание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πομπέ — το, Ν 1. είδος σκληρού στρογγυλού καπέλου 2. ως επίθ. σφαιροειδής, στρογγυλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bombe] … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek